Η ελληνική φανταστική λογοτεχνία της τελευταίας δεκαετίας
Μια προσωπική αποτίμηση

Υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα στον Ουρανό και στην Γη, Οράτιε,
απ’ όσα μπορεί να ονειρευτεί η φιλοσοφία μας…
Σαίξπηρ, Άμλετ


Υπό την ευρεία έννοια, λογοτεχνία του φανταστικού είναι εκείνη η λογοτεχνία της οποίας η θεματική διαπραγματεύεται συνήθως φαινόμενα και γεγονότα που δεν έχουν συμβεί, δεν συμβαίνουν, κι ούτε μπορούν να συμβούν, στην ρεαλιστική πραγματικότητα. Είναι δηλαδή εκείνη η λογοτεχνία της οποίας το περιεχόμενο χαρακτηρίζεται πάντα από την σύγκρουση ορθολογικού-ανορθολογικού, δηλαδή από μία ‘‘αφύσικη’’ εισβολή στο ‘‘φυσιολογικό’’ πλαίσιο, και σχετίζεται μάλλον με την ανάγκη μεταστοιχείωσης και επαναδημιουργίας του κόσμου μέσα από τις ελευθερίες και τις δυνατότητες που παρέχει η φαντασία.

Στην χώρα μας, κατά τα παρελθόντα χρόνια, η φανταστική λογοτεχνία είχε υποτιμηθεί αρκετά ως λογοτεχνικό πεδίο, χαρακτηριζόμενη απλά ως ‘‘λογοτεχνία φυγής’’ ή ‘‘παραλογοτεχνία’’, με αποτέλεσμα να αποτελεί ένα παραμελημένο ή ακόμη κι αγνοημένο είδος για την εγχώρια παραγωγή. Παράγοντες που να δικαιολογούν αυτό το γεγονός μπορούν εύκολα να αναζητηθούν στο ταραγμένο κοινωνικοπολιτικό παρελθόν της χώρας μας, που έστρεφε το ενδιαφέρον των δημιουργών σε πιο ρεαλιστικές και ιστορικής βαρύτητας θεματικές, στην επιβλητική δυναμική που ανέπτυξαν άλλα λογοτεχνικά ρεύματα (όπως ο σουρεαλισμός κι η περίφημη γενιά του ’30), αλλά και στις αφρόντιστες μεταφράσεις και στις κατά κανόνα ακαλαίσθητες εκδόσεις των ξενόγλωσσων έργων φαντασίας, που κυκλοφορούσαν κατά βάση από μικρούς ή ερασιτεχνικούς εκδοτικούς οίκους κι ήταν φυσικό να προκαλούν τον απωθητικό σκεπτικισμό προς το είδος.

Ωστόσο, το σκηνικό αυτό φαίνεται πως έχει αρχίσει να μεταβάλλεται τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή όσον αφορά στην αναγνώριση και στην έκδοση της φανταστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Με δειλά βήματα στην αρχή και πιο γενναία στην συνέχεια, η λογοτεχνία του φανταστικού κερδίζει ολοένα το ενδιαφέρον κοινού, κριτικών και συγγραφέων, κι αρχίζει σταδιακά να αποκτά την θέση που της αξίζει στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Με την έλευση του καινούριου αιώνα, από το 2000 κι έπειτα, η παρατηρούμενη αυτή ‘‘στροφή’’ στα λογοτεχνικά μας δρώμενα γίνεται πολύ πιο έντονη. Οι μεγάλες επιτυχίες κινηματογραφικών μεταφορών («Άρχοντας των Δακτυλιδιών», «Χάρρυ Πότερ», κ.α.) και η τεράστια δυναμική που ανέπτυξαν κάποια παγκόσμια best sellers (όπως τα βιβλία της Rowling, του Dan Brown, κ.α.) φαίνεται πως συνέβαλλαν καθοριστικά ώστε η λογοτεχνία φαντασίας να βρει μια θέση ανάμεσα σε όσα μπορεί να αναγνωρίσει ο μέσος Έλληνας αναγνώστης. Ακολουθώντας, ως συνήθως, τα χειμαρρώδη κύματα από το εξωτερικό, αυξάνονται άμεσα οι μεταφράσεις ξένων έργων φαντασίας από μεγάλους κι αναγνωρισμένους εκδοτικούς οίκους, ξεφυτρώνουν ραγδαία comicshops και εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία, ενώ παράλληλα εμφανίζονται μεγάλες ομάδες από παίκτες των λεγόμενων ‘‘pen and paper’’ R.P.G.’s – παιχνίδια διηγήσεων, όπου οι παίκτες αναλαμβάνουν χαρακτήρες, στήνουν ολόκληρες πλοκές και περιηγούνται σε φανταστικούς κόσμους.

Ταυτόχρονα, οι καινούριες γενιές κι οι ραγδαίες μεταλλάξεις που υφίσταται ο κόσμος μας φέρνουν στο προσκήνιο καινούρια ζητούμενα και νέες ανάγκες. Τα θέματα που απασχολούσαν μέχρι τώρα την ελληνική λογοτεχνία φαντάζουν πλέον παρωχημένα για την νέα γενιά των συγγραφέων, ενώ η αντίληψη ότι τα ‘‘καλά βιβλία’’ βγαίνουν μόνο μέσα από την κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο, την μικρογραφία του αθηναϊκού άστεως, αναγνωρίζεται πως οδηγεί τελικά σε μια ασυγχώρητη στασιμότητα, μια πνευματική αδυναμία και μια θλιβερή προσκόλληση στο περιορισμένο πεδίο του ελληνικού χώρου, αποκλείοντας έτσι την συμμετοχή μας από τα μεγάλα σύγχρονα ρεύματα της ανθρωπότητας. Η φανταστική λογοτεχνία, ως μία απολύτως επαναστατική γραφή, που χειρίζεται μη ρεαλιστικά σύμβολα και δυναμικά αρχέτυπα, φαίνεται πως ανταποκρίνεται καλύτερα στα σημερινά κρίσιμα χρόνια, την ίδια στιγμή που ο ρεαλισμός, στην πιο αναπαραστατική του μορφή, δεν κάνει τίποτε άλλο με τις αναπαραγωγές του από το να μας κολακεύει και να μας πείθει ότι ‘‘ζώμεν καλώς’’, σε μία ισότητα ψυχοδιανοητικών κατακτήσεων που δεν χρειάζεται υπερβάσεις.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, χωρίς να είμαστε σε καμία περίπτωση εξαντλητικοί στις αναφορές μας και με τον κίνδυνο να αδικήσουμε κάποια έργα ή συγγραφείς, που διέφυγαν της προσοχής μας αλλά και των προσωπικών μας προτιμήσεων, θα επιχειρήσουμε παρακάτω μια μικρή ανασκόπηση των έργων φαντασίας που εμφανίστηκαν μετά το 2000 από Έλληνες δημιουργούς, σε μία προσπάθεια να χαρτογραφήσουμε αυτό το καινούριο, αναδυόμενο πεδίο ελληνικής φανταστικής λογοτεχνίας.

Το 2001 είναι η χρονιά που κάνουν την εμφάνισή τους δύο μυθιστορήματα με θεματολογία τελείως διαφορετική από εκείνη που έχουμε συνηθίσει από τους Έλληνες συγγραφείς. Ο Σταμάτης Μαμούτος εκδίδει την εφηβική του νουβέλα ‘‘Η μάχη της πεδιάδας του ασημένιου φεγγαριού’’, το πρώτο ελληνικό sword n’ sorcery. Δημιουργικά επηρεασμένος από τον Ρόμπερτ Χάουαρντ και τον δικό του ήρωα, τον Κόναν, ο Μαμούτος μας δίνει ένα έργο με ατμοσφαιρικές περιγραφές, καταιγιστική δράση και κλασικούς fantasy χαρακτήρες. Μέσα από τις σελίδες του αναδύεται μια πρωτότυπα αυθεντική ατμόσφαιρα ομηρικού μεγαλείου, με ακέραιους, αδιάσπαστους ήρωες που κυριαρχούνται από την αρχέγονη ουσία της ανθρώπινης υπόστασης και την ένθεη μανία της απόλυτης δύναμης. Επίσης, ο Πάνος Ρούτης με το ‘‘Οράιζον’’ μας δίνει ένα αλληγορικό έπος φαντασίας, όπου παντρεύει το ρομαντικό, το παραμυθιακό και το επικό στοιχείο με τις φιλοσοφικές προεκτάσεις και τους προβληματισμούς σχετικά με τις μάστιγες της σημερινής κοινωνίας και του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Ρούτης δείχνει για πρώτη σχεδόν φορά στην ελληνική βιβλιογραφία πως η αρχαία μυθολογία, οι φανταστικοί κόσμοι και οι μυθικές παραδόσεις μπορούν να συνδυαστούν με την μόλυνση του περιβάλλοντος, τον φανατισμό και την τρομοκρατία, την παγκοσμιοποίηση και τα ναρκωτικά, σε ένα συναρπαστικό, σαγηνευτικό μυθιστόρημα.

Την ίδια εποχή εμφανίζεται ο Νίκος Βλαντής με το πρώτο του μυθιστόρημα ‘‘Αλκιβιάδης Δεσμώτης’’ (2000), που αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο καλογραμμένα βιβλία φαντασίας της εγχώριας παραγωγής. Mε τα κατοπινά του έργα, ‘‘www.tospitimas.gr’’ (2002), ‘‘Η ανυπαρξία που σου αξίζει’’ (2004), ‘‘WritersLand’’ (2006), ‘‘Λήθη’’ (2008), ο Βλαντής μπαίνει τολμηρά στον χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Επιδεικνύοντας αξιοπρόσεκτη συγγραφική δεινότητα, καταφέρνει να ‘‘ταξιδεύει’’ τους αναγνώστες του σε καθαρά δικής του έμπνευσης κόσμους, όπου με μαεστρία αναποδογυρίζει την αλήθεια με το ψέμα, το πραγματικό με το φανταστικό, το πεπερασμένο με το άυλο και το διαχρονικό, συνδυάζοντας ταυτόχρονα την ερεθιστική απόλαυση της ανάγνωσης με τον γόνιμο προβληματισμό της σκέψης. Στα βιβλία του συνήθως συνταιριάζονται διάφορα λογοτεχνικά είδη (το φανταστικό, η μελλοντολογία, η κοινωνικοπολιτική αλληγορία, το αστυνομικό μυθιστόρημα), δημιουργώντας έτσι μία σύνθετη αφήγηση με εμφανείς κριτικές αναφορές σε σημερινές καταστάσεις κι εξίσου εμφανείς υπαρξιακούς και πολιτικούς προσανατολισμούς. Εναλλάσσοντας, τελικά, τον ρεαλιστικό χρόνο με τα παιχνίδια του μυαλού και το καθημερινό τοπίο με τις ψυχο-υπαρξιακές εμμονές, ο Νίκος Βλαντής ανήκει στους συγγραφείς που εμπλουτίζουν με έναν επαναστατικά καινοτόμο τρόπο την σύγχρονη πεζογραφία μας.

Ο Δημήτρης Σωτάκης αποτελεί επίσης μια ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα που χρησιμοποιεί στα βιβλία του τα εργαλεία της λογοτεχνίας του φανταστικού. Κάνει την αρχή με την ‘‘Πράσινη πόρτα’’ (2002), όπου η άτονη και μίζερη καθημερινότητα του ήρωα ξεδιπλώνει την τραγικότητά της μέσα από μία παράταιρη πόρτα στον δρόμο, που οδηγεί προς το εφιαλτικό, το άλογο και το ακατανόητο. Με την ‘‘Παραφωνία’’ (2005) συναντάται με την υπαρξιακή καφκική αγωνία, όπου το αίσθημα του παραλόγου ξεπηδά μέσα από την αδυναμία συγχρωτισμού με τον κοινωνικό μέσο όρο και την καταδίκη που αυτή συνεπάγεται. Ενώ με τον ‘‘Άνθρωπο Καλαμπόκι’’ (2007) και το ‘‘Θαύμα της αναπνοής’’ (2009) εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το άλογο του σύγχρονου κόσμου, το ανθρώπινο αδιέξοδο και την αδυναμία διαφυγής από αυτό, έτσι όπως αντανακλώνται στις προσωπικές εμμονές και στην απουσία ενός ουσιαστικού ζωτικού χώρου.

Καταστάσεις που πηγάζουν από την καθημερινότητα αλλά ξεφεύγουν προκλητικά από αυτήν με την συνδρομή του άλογου ή του ονείρου εκφράζει στα βιβλία του κι ο Ηλίας Φλωράκης, ‘‘Το Μπαράκι του Τσάρλι’’ (2001) και ‘‘Ο Θεραπευτής’’ (2006). Ο Αύγουστος Κορτώ μας δίνει δείγματα κλασικότροπης λογοτεχνίας του φανταστικού με τον ‘‘Στοιχειωμένο’’ (2002) και τον ‘‘Δαιμονιστή’’ (2007). Το 2004 επανεκδίδεται το μυθιστόρημα του Χρήστου Χρυσόπουλου ‘‘Σουνυάτα’’, που διερευνά την ηθική διάσταση της φασματολογίας αποπνέοντας μια αγωνιώδη και μυστηριώδη μεταφυσική ατμόσφαιρα. Ενώ ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης με την ‘‘Παραβολή’’ (2006) παντρεύει εξαιρετικά την τεχνολογία με το μεταφυσικό προβληματιζόμενος πάνω στο φαινόμενο του θανάτου.

Παράλληλα με τα καινούρια έργα, που βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται, ειδική μνεία οφείλουμε σε έναν από τους ακαταπόνητους σκαπανείς της φανταστικής λογοτεχνίας. Ο Μάκης Πανώριος, συγγραφέας με πλούσιο συγγραφικό και κριτικό έργο, έχει επιμεληθεί πάμπολλες εκδόσεις ελληνικών και ξένων έργων φαντασίας και ανθολογιών, έχει συμμετάσχει σε πληθώρα εκδηλώσεων και παρουσιάσεων, ενώ με την πραγματικά μνημειακή και πρωτότυπη ανθολογία ‘‘Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα’’ (τόμοι Α έως Ε) ανέσυρε κι ανέδειξε αντίστοιχα έργα καλύπτοντας μία περίοδο από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι της μέρες μας κι αποδεικνύοντας την διαχρονική παρουσία του φανταστικού στην εγχώρια παραγωγή. Πιστός στην συνθήκη του Φανταστικού, ο Πανώριος συνεχίζει να μας δίνει έργα υψηλής ποιοτικής στάθμης, με πιο πρόσφατα ‘‘Το Καράβι στο Βουνό’’ (2000), ‘‘Η Καταδίκη – Η Διαδρομή’’ (2005) και ‘‘Το Μαυσωλείο’’ (2006).

Καθώς περνάμε στο τέλος της δεκαετίας, η ελληνική φανταστική λογοτεχνία φαίνεται να γνωρίζει μία πρωτοφανή άνθηση, αφού ο αριθμός των καινούριων τίτλων αλλά και των νέων συγγραφέων που εμφανίζονται αυξάνεται χαρακτηριστικά. Ανάμεσά τους αξίζει να αναφερθούμε στον Κωνσταντίνο Μίσσιο, ο οποίος, αντλώντας το υλικό του από τους θρύλους της ελληνικής υπαίθρου κι αφομοιώνοντας κλασικά στοιχεία ιστοριών τρόμου και φαντασίας, συνθέτει επιτυχημένα μια σκοτεινή συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο ‘‘Η Νύχτα της Λευκής Παπαρούνας’’ (2007). Δύο χρόνια αργότερα, με το ‘‘Ο Λέκγουελ και οι ξεχασμένοι θεοί’’ (2009) ο Μίσσιος τα καταφέρνει εξίσου καλά και στο είδος του επικού fantasy, στο οποίο δεν διστάζει να εισάγει και καινούρια στοιχεία. Επίσης, ο Γιάννης Πλιώτας με το φιλόδοξο και σύνθετο ‘‘Βασίλειο της Αράχνης’’, τόμοι Ι-ΙΙ, (2008) δημιουργεί ένα φανταστικό κόσμο με ψευδομεσαιωνικά στοιχεία απηχώντας την μυθοπλασία του μαιτρ του είδους J.R.R. Tolkien. Ενώ ο Σπύρος Γιανναράς με το ‘‘Ο Λοξίας κι άλλες ιστορίες’’ (2008) μας θυμίζει τις καλύτερες στιγμές της υπαρξιακής γραφής, στην οποία εισάγει έντονα φανταστικά στοιχεία.

Η Χρύσα Μπαχά με το ‘‘Το μονοπάτι προς την Κρύπτη’’ (2007) μας προσφέρει επίσης ένα καλό δείγμα ιστοριών τρόμου, ενώ η Γιώτα Νάτσιου με το ‘‘Μαγικό μέρος των διαφορών’’ (2008) μας θυμίζει τις καλύτερες στιγμές του Louis Carroll σε μία χώρα των θαυμάτων. Οι Σάββας Γρηγοριάδης και Κωνσταντίνος Παπαχρήστου είναι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς με τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας ‘‘Ονειροψιθυριστές’’ (2008) και ‘‘Ο Φύλακας του Χρόνου’’ (2008) αντίστοιχα. Ενώ ο Αντώνης Κρύσιλας, γνωστός στους παλαιότερους από τις συλλογές της Ωρόρα, αναπαριστά τους παιδικούς φόβους αλλά και τους ενήλικους εφιάλτες μας με την συλλογή ‘‘Το Στόμα του Διαβόλου’’ (2008), κι ο επίσης παλαίμαχος του είδους Τάσος Ρούσσος επανεμφανίζεται με το ‘‘Πλουτώνιο’’ (2008) όπου η οικολογική ανησυχία συνδυάζεται με το υπερφυσικό και την μεταφυσική του Κακού. Τέλος, ανήκοντας σε μία νεότερη γενιά συγγραφέων, ο Χάρης Χρηστοφορίδης δοκιμάζεται στο είδος του σκοτεινού νουάρ με έντονα μελλοντολογικά στοιχεία στο ‘‘Ρέηβεν Σίτι’’ (2008) κι η Ελίζα Πολιτσοπούλου σε ένα εναλλακτικό σκοτεινό Λονδίνο όπου τάγματα βρικολάκων και λυκανθρώπων δίνουν μια αδυσώπητη μάχη στο ‘‘Σμαράδια με Ασήμι’’ (2009).

Εκτός όμως από την έκδοση των βιβλίων, η λογοτεχνία του φανταστικού έχει μια σταθερή παρουσία στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια και μέσα από διάφορους συλλόγους, λέσχες κι ομάδες, όπου τα μέλη τους μοιράζονται τα κοινά τους ενδιαφέροντα, προωθούν την ώσμωση και την αλληλεπίδραση ιδεολογικών, αισθητικών και μορφολογικών τάσεων και λειτουργούν ως φορείς καλλιτεχνικής έκφρασης και δραστηριοποίησης. Ας αναφερθούμε συνοπτικά στις μεγαλύτερες από αυτές. Η Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας δραστηριοποιείται από το 1998 οργανώνοντας πληθώρα οργανώσεων σχετικών με το χώρο του φανταστικού, διατηρώντας ετήσιο εργαστήριο συγγραφής κι εκδίδοντας το περιοδικό ‘‘Φανταστικά Χρονικά’’. Ο Ελληνικός Σύλλογος Φίλων Τόλκιν συστάθηκε το 2002 με κύριους σκοπούς την μελέτη του συγγραφικού έργου του J.R.R. Tolkien, την ανάπτυξη και την διάδοσή του στην ελληνική επικράτεια και την προώθηση της επικοινωνίας και της επαφής των προσώπων που ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Διατηρώντας επαφές με πολλούς αντίστοιχους ευρωπαϊκούς συλλόγους, είναι μέλος του International Tolkien Fellowship κι έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε πολλές διεθνείς διοργανώσεις. Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας από το 2007 αποτελεί την φοιτητική (κι ευρύτερα νεανική) κοινότητα των αναγνωστών της λογοτεχνίας του φανταστικού. Στους κύριους στόχους της λέσχης συγκαταλέγονται η πλατύτερη διάδοση των έργων της φανταστικής λογοτεχνίας στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, η διαπραγμάτευση των θεμάτων της σε ακαδημαϊκό επίπεδο και η θεωρητική της θεμελίωση. Εκδίδοντας το free-press περιοδικό ‘‘Φανταστική Λογοτεχνία’’, η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. καταβάλλει την μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια μέσω εκδοτικών κινήσεων, συνεργασιών κι εκδηλώσεων προκειμένου να ισχυροποιηθεί το ευρύτερο πεδίο της τέχνης του φανταστικού.

Ολοκληρώνοντας αυτήν την ανασκόπηση νομίζω πως δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί αν μπορούμε να μιλάμε για άνθηση της φανταστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα σήμερα. Φυσικά, με όσα προηγήθηκαν, μπορούμε κάλλιστα να αναφερθούμε σε μία αυξανόμενη διάδοση του φανταστικού, οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν πλέον ευκολότερα μυθιστορήματα Ελλήνων συγγραφέων με στοιχεία fantasy απ’ ότι παλαιότερα, κι οι χώροι στους οποίους μπορούν αυτά να παρουσιαστούν και να προβληθούν είναι επίσης περισσότεροι. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι βρισκόμαστε ακόμη στα πρώτα βήματα κι ότι το ελληνικό φανταστικό απέχει ακόμη αρκετά από το να χαρακτηριστεί ως ένα ώριμο πνευματικό ρεύμα και μία σημαντική κίνηση ιδεών, όπως κατά την γνώμη μας θα έπρεπε να είναι.

Εκτός από μεμονωμένες αξιόλογες περιπτώσεις, το ελληνικό fantasy κατευθύνεται ακόμη κατά κύριο λόγο από ξενόφερτες τάσεις κι επιρροές, είτε σε μια προσπάθεια να ευθυγραμμιστεί με τον παλμό της αγοράς, είτε επειδή οι νεότεροι συγγραφείς που το καλλιεργούν βρίσκονται ακόμη υπό τις αρχικές επιρροές τους. Το δυναμικό ‘‘ρεύμα’’ φανταστικού που μας έρχεται από το εξωτερικό οδηγεί συχνά σε συγκεκριμένα καλούπια και προσχεδιασμένες ανακατασκευές, που από την μία κουράζουν τον αναγνώστη κι από την άλλη δίνουν ψευδή εντυπώσεις για την ποιότητα της ελληνικής φανταστικής λογοτεχνίας. Αυτό που χρειάζεται είναι οι νέοι συγγραφείς να αρχίσουν να αυτοπροσδιορίζονται με βάση την δική τους προσωπικότητα και το δικό τους ύφος γραφής. Η λογοτεχνία πρέπει να εκφράζει τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του συγγραφέα της, να προβάλλει τις δικές του ιδέες και προβληματισμούς πάνω στα θέματα που πραγματεύεται, και να μεταπλάθει δημιουργικά σε ένα λογοτεχνικό σύμπαν την δική του οπτική για τον κόσμο (αυτό είναι άλλωστε κατεξοχήν το νόημα της λογοτεχνίας του φανταστικού).

Από την άλλη, χρειάζεται η κατάλληλη στήριξη και προώθηση του συγκεκριμένου λογοτεχνικού πεδίου και μέσα από τον χώρο της κριτικής. Στην Ελλάδα που εύκολα παρασύρεται από την ‘‘πνευματική αίγλη’’, η κριτική καταξίωση αποτελεί μια σημαντική προϋπόθεση για να διαδοθεί η δουλειά σου σε έναν ευρύτερο κύκλο ανθρώπων, κι οι λογοτεχνικοί κριτικοί αποτελούν ακόμη το αναγκαίο ερμηνευτικό διάμεσο για να φτάσει η τέχνη στο κοινό της. Σήμερα η ενημέρωση του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού γίνεται κατά κύριο λόγο από τους δημοσιογράφους των εφημερίδων που είναι επιφορτισμένοι με την παρουσίαση της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής και αυτό συχνά υπόκειται σε ποικίλες όσες δεσμεύσεις κι επιρροές. Αυτό που χρειάζεται, όμως, είναι απουσία προκαταλήψεων, σωστή ενημέρωση, επάρκεια και ποιότητα στο κριτικό ένστικτο, ώστε να μην ευνοείται μόνο ένα υποστηρικτικό περιβάλλον αλλά κάθε σημαντική λογοτεχνική φωνή και κάθε χρήσιμο λογοτεχνικό ρεύμα.

Είναι χρήσιμο να αντιληφθούμε πλήρως την μεγάλη σημασία της τέχνης του φανταστικού στο πεδίο της λογοτεχνίας. Η φανταστική λογοτεχνία είναι εκείνη που αναλαμβάνει να μεγαλώσει αντίθετα τον κόσμο, να τον διευρύνει εννοιολογικά, προσδίδοντάς του την όντως αντικειμενική του όψη και λειτουργώντας ως ένα κατεξοχήν αντίβαρο στην μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων και των καταστάσεων. Μέσα από την φανταστική λογοτεχνία η γλώσσα μπορεί να αποκτήσει μια αμιγώς μεταφορική και συμβολική λειτουργία, με πολλές αισθητικές και μυθικές παραδηλώσεις, που μπορούν να οδηγήσουν συχνά έξω από οποιαδήποτε γνωστή κι άμεση πραγματικότητα διασφαλίζοντας την ποιητική διάσταση του κόσμου. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για όλους εμάς, καθώς φαίνεται πως ο άνθρωπος που αναζητά την ίδια του την ύπαρξη και βγάζει μια ολόκληρη φιλοσοφία μέσα από την αναζήτησή του αυτή, μόνο μέσα από μια εμπειρία της συμβολικής πραγματικότητας μπορεί να βρει τον δρόμο του σε έναν κόσμο όπου δεν θα αισθάνεται πια ξένος...

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Litteraterra, τ.2)