Αυτή η ιστορία βασίζεται σε μία ιδέα του Φίλιπ Κ. Ντικ. Στο κείμενο του Ντικ - που ονομάζεται ''Παράξενες Αναμνήσεις Θανάτου'' και συμπεριλήφθηκε στην συλλογή δοκιμίων ''I Hope I Shall Arrive Soon'' - υπάρχει μια κυρία Λισόλ με το ίδιο πρόβλημα με την κυρία Ντετόλ αυτής της ιστορίας, υπάρχει ακόμη ένας συγγραφέας, ο ίδιος ο Ντικ, μάλλον αρκετά νεότερος και κάπως λιγότερο συντηρητικός από τον συγγραφέα αυτής της ιστορίας. Έτσι αυτό εδώ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πιο λογοτεχνική απόκριση στο κείμενό του, μια παράλληλη εκδήλωση των ιδεών που εκφράζει, ένας λογοτεχνικός διάλογος με το κείμενο του Ντικ.

Ο Φίλιπ Ντικ λέει πως ξύπνησε ένα πρωί από κάποιο παράξενο όνειρο - «αόριστες σκέψεις για μια γυναίκα που είχα αγαπήσει» και που έβλεπε να τον εγκαταλείπει - για να διαπιστώσει πως αυτό που τον ανησυχούσε στην πραγματικότητα ήταν κάτι άλλο : «Ω Χριστέ μου, σκέφτηκα. Σήμερα είναι η μέρα που κάνουν έξωση στην κυρία Λισόλ... Κάτι τρομακτικό και μαγικό μολύνει το διαμέρισμά της, γι' αυτό προφανώς χρησιμοποιεί Λισόλ. Ανάθεμα !». Με αυτή την αφορμή, ο Ντικ ξεδιπλώνει ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις για αυτό που ονομάζει εμμονική συμπεριφορά και ψυχωτικό τρόπο ζωής. Επίσης, εκφράζει ορισμένες σκέψεις για την οικονομική κατάσταση του ανθρώπου : «Αυτό που δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου είναι ότι η μοίρα μου είναι δεμένη μ' αυτήν της κυρίας Λισόλ... Το μόνο πράγμα που με χωρίζει από την τρελή κυρία Λισόλ είναι τα χρήματα στον λογαριασμό μου. Τα χρήματα είναι η επίσημη σφραγίδα της λογικής... Μια δημοσιονομική καταχώρηση στο κομπιούτερ μας χωρίζει, κι αυτή είναι μια μυθική διαίρεση : είναι αληθινή εφόσον άνθρωποι όπως της S.O.I. είναι πρόθυμοι να συμφωνήσουν ότι είναι...». Στο τέλος, καθώς διχάζεται για το αν θα πρέπει να γράψει ένα γράμμα στην γυναίκα που ονειρεύεται ή στην παράξενη κυρία Λισόλ, ο Ντικ κατεβαίνει τελικά να ρωτήσει τον θυρωρό του κτηρίου. «Η γυναίκα στο Β-15 είναι ακόμη εδώ ή την βγάλατε;» τον ρώτησα. «Έφυγε. Η κοινωνική πρόνοια της βρήκε ένα σπίτι... Θα της πληρώνουν το ενοίκιο. Τους έπεισε. Βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση». «Χριστέ μου» είπα. «Μακάρι να πλήρωνε κάποιος και το δικό μου ενοίκιο». «Δεν πληρώνετε ενοίκιο. Εσείς το αγοράσατε το διαμέρισμα» είπε ο Newcum.

Νομίζω πως αυτή η τελευταία ατάκα κρύβει ένα ειρωνικό σχόλιο, μάλλον θα καταλάβετε το γιατί και πώς διαβάζοντας την παρακάτω ιστορία. Είχα μια μικρή έμπνευση καθώς ξαναθυμήθηκα το κείμενο του Ντικ. Τον είδα εκεί, με τα μάτια του νου μου, στο μοναχικό του δωμάτιο, να ξανασκέφτεται τις περιπέτειες της ζωής του, τα βιβλία που έγραψε, τις οικονομικές του δυσκολίες, τις εναλλακτικές πραγματικότητες του LSD. Μια ιστορία του έφτασε σε μένα, μέσα από ένα παράξενο χρονικό μονοπάτι, του την επιστρέφω πίσω...

1.
 
Όταν στάθηκα στην βάση της σκάλας, διαβάζοντας το καρφιτσωμένο σημείωμα - πρέπει να το είχαν βάλει στον πίνακα ανακοινώσεων μόλις σήμερα το πρωί - η πρώτη που σκέφτηκα αμέσως ήταν η κυρία Ντετόλ. Για όλους τους υπόλοιπους, άλλωστε, η είδηση ήταν ήδη γνωστή - έπρεπε να μετακομίσουμε, είτε στα διαμερίσματα που μας πρότειναν, είτε σε σπίτια δικά μας, το πολύ μέσα σε ένα μήνα, γιατί η παλιά πολυκατοικία θα γκρεμιζόταν για να δώσει την θέση της σε ένα σύγχρονο συγκρότημα διαμερισμάτων. Το αυτί μου είχε ήδη αρπάξει τα σχέδια των περισσότερων ενοίκων και μερικοί είχαν ήδη μετακομίσει, πρέπει να ήμουν ο τελευταίος που αποφάσισε τί ακριβώς θα κάνει, αλλά κανένας δεν γνώριζε τίποτε για την μοίρα της κυρίας Ντετόλ. Και διάφοροι ψίθυροι είχαν αρχίσει να ακούγονται...

Η ανακοίνωση, παρά το γνωστό του περιεχομένου της, ομολογώ πως μου χάλασε κάπως την διάθεση. Ήταν Νοέμβρης αλλά ο καιρός ήταν ακόμη καλός, μια μέρα ηλιόλουστη και ευχάριστα δροσερή, και εγώ έβγαινα για τον καθημερινό μου πρωινό περίπατο. Θα περπατούσα για περίπου δεκαπέντε λεπτά μέχρι να φτάσω στην καφετέρια όπου έπαιρνα το πρωινό μου.... Οι συνήθειες είναι καλές, οι συνήθειες προσφέρουν αυτοπεποίθηση. Το καθημερινό πρόγραμμα ενός υγιούς ανθρώπου είναι καλό να παραμένει αδιατάραχτο, τουλάχιστον όσον αφορά σε κάποιες σταθερές του... Φαίνεται να πιστεύω σε αυτά, και ίσως αυτός είναι ο λόγος που καθυστέρησα τόσο να κινήσω τις διαδικασίες της δικής μου μετακόμισης. Δεν ήθελα να αφήσω το διαμέρισμά μου, δεν ήθελα να μετακινήσω τα πράγματά μου, η προοπτική μιας αλλαγής περιβάλλοντος δεν με συγκινούσε. Ίσως επειδή εμείς, οι συγγραφείς, χρειαζόμαστε έναν χώρο σταθερό για να δουλέψουμε, έναν χώρο που να τον νιώθουμε δικό μας - όπως ίσως ο τυφλοπόντικας νιώθει δικό του το λαγούμι που έσκαψε με την μουσούδα του. Χρειαζόμαστε νέες εντυπώσεις, ναι. Καινούριες εμπειρίες, ασφαλώς. Μια επαφή με την εξισορροπητική κινητικότητα της καθημερινής ζωής, απαραιτήτως. Αλλά χρειαζόμαστε και τον δικό μας αδιατάραχτο χώρο, το δικό μας οργανωμένο χάος, την δική μας σταθερή ζωγραφιά πίσω από το τζάμι του παραθύρου μας. Αλλά, όποτε η πραγματικότητα εισβάλει στον προσωπικό μας χώρο, απαιτώντας αλλαγές, οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε. Και αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα : εγώ θα μετακόμιζα, η κυρία Ντετόλ όμως όχι.

Η σερβιτόρα δεν ρωτά πια την παραγγελία μου, την γνωρίζει ακριβώς. Είναι αυτό που παίρνω κάθε φορά που έρχομαι εδώ: έναν γαλλικό - μέτριο και χωρίς γάλα - και ένα καλά ψημένο τοστάκι. Μερικές φορές, μου προσφέρει τον καφέ χαμογελώντας σχεδόν αμέσως μόλις πατήσω το πόδι μου στον χώρο. Νομίζω πως πρέπει να με βλέπει καθώς πλησιάζω - αν σηκώσει για λίγο το βλέμμα της και αγναντέψει, έχει αυτή την δυνατότητα - ή πρέπει να έχει υπολογίσει πλέον ακριβώς την ώρα που κάθε φορά συνηθίζω να καταφθάνω. Παίρνω την παραγγελία μου και κατευθύνομαι προς το τραπεζάκι στην γωνία, εκείνο με την καλύτερη θέα από το μικρό ύψωμα όπου βρίσκεται η καφετέρια. Η θέα προσφέρει μια πανοραμική κάτοψη της πόλης. Διακρίνεις σχεδόν καθαρά τις διαγραμμίσεις των δρόμων μεταξύ των ψηλών πολυκατοικιών, έναν-δύο ανοιχτούς χώρους εδώ και κει, μια εκκλησία, πιο μακριά τον χώρο του παλαιού αεροδρομίου και ύστερα την θάλασσα. Ο ορίζοντας είναι δυο γαλάζια που σμίγουν, ένα πιο έντονο - μπορώ άραγε να διακρίνω τους κυματιστούς αναπαλμούς μέσα σε αυτό ; - και ένα πιο αχνό, που ασπρίζει στην κορυφή του. Μπροστά σε αυτή την εικόνα οι πιο πρόσφατες σκοτούρες μου χάνονται. Μπροστά σε αυτή την θέα δεν είναι λίγες οι φορές που θυμάμαι πως ονειρεύτηκα πάλι την πρώην σύζυγό μου το προηγούμενο βράδυ. Φαίνεται πως οι προσπάθειές μου να την βγάλω από την μνήμη μου την έχουν εξωθήσει σε μια περιοχή στα όρια της συνείδησης, σε μια περιοχή που συνορεύει συχνά με τον κόσμο των ονείρων...

Ήταν εκείνη που έφυγε από το σπίτι, αφήνοντάς με να σκεφτώ με την ησυχία μου. Ήμουν εγώ που δεν έκανα τίποτα, αφήνοντάς την να κινήσει τις διαδικασίες του διαζυγίου. Σήμερα ζει στην Θεσσαλονίκη, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά, μαζί με την μοναχοκόρη μας που σπουδάζει εκεί. Όταν πρωτάρχισε να εμφανίζεται στα όνειρά μου, ήταν συνήθως μουτρωμένη, σταύρωνε τα χέρια της στο στήθος ή με κατσάδιαζε για πράγματα που δεν μπορούσα να ακούσω. Αργότερα όμως, και πιο έντονα τελευταία, άρχισε να μαλακώνει η μορφή της, να γίνεται πάλι καλή μαζί μου, έχει ξεκινήσει πάλι να αγαπάει τις σιωπές και τις ιδιοτροπίες μου, νομίζω πως ξαναθυμάται όλες τις καλές στιγμές που περάσαμε μαζί... Και σκέφτομαι να της τηλεφωνήσω, σκέφτομαι πως πρέπει να την πάρω και να μιλήσουμε ξανά, αλλά αυτή η σκέψη με οδηγεί στην ιδέα μου να τηλεφωνήσω στην κυρία Ντετόλ.

Την καημένη ! Κάθεται εκεί, μόνη στο διαμέρισμά της, χωρίς να έχει κανέναν άνθρωπο στον κόσμο, και σε λίγο θα της το πάρουνε και αυτό. Δεν μιλάει σε κανέναν στην πολυκατοικία. Νομίζω πως ο τελευταίος ένοικος που άκουσε την φωνή της ήταν εκείνος ο συνταξιούχος θυρωρός που πέθανε πέρσι. Μερικές φορές την χαιρετούσε με το όνομά της, αλλά εκείνη είχε σταματήσει πλέον να του απαντά. Κάτι φοβερό και αλλόκοτο πρέπει να την βασανίζει, γι’ αυτό πλένει τα πάντα με Ντετόλ ! Όταν περνάς έξω από την πόρτα της, μια έντονη αποφορά καθαρτικού χτυπάει τα ρουθούνια σου. Πρέπει να σφουγγαρίζει τουλάχιστον πέντε φορές την ημέρα ! Η μικρή χαραμάδα κάτω από την βαριά, ξύλινη πόρτα του διαμερίσματός της ακτινοβολεί ένα απαστράπτον φως, που σε κάνει να φαντάζεσαι εικόνες γυαλιστερών, πεντακάθαρων πατωμάτων. Και οι δύο μεγάλες γλάστρες με φυτά, που έχει έξω από την πόρτα της, μυρίζουνε επίσης, την έχω δει να περνάει τα φύλλα τους με Ντετόλ με το σφουγγαρόπανό της. Αν την συναντήσεις στην είσοδο του ασανσέρ, θα σου γυρίσει την πλάτη και θα πάει από την σκάλα. Αν την συναντήσεις στα σκαλιά και της προτείνεις να την βοηθήσεις με τα ψώνια, θα σταματήσει και θα πάρει το ασανσέρ. Δεν είναι κακή. Νομίζω πως δεν ξέρει πώς να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Ή, τουλάχιστον, έχει σταματήσει να το κάνει.

Τώρα που η πολυκατοικία θα γκρεμιστεί, που πρέπει να εγκαταλείψουμε τα διαμερίσματά μας, η κυρία Ντετόλ δεν έχει πού να πάει. Και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να διευθετήσει την κατάστασή της. Είμαι σίγουρος πως το μόνο που κάνει είναι να αγνοεί την προειδοποίηση, να συνεχίζει σαν να μην συμβαίνει τίποτα, ξεχνώντας πως οι μέρες μετρούν αντίστροφα και πως το μικρό, πεντακάθαρο οχυρό της σε λίγο δεν θα υπάρχει πια. Όποιος κι αν είναι ο μαγικός εχθρός της, θα νικήσει για πάντα. Σκόνη και μπάζα θα καλύψουν τις αμόλυντες επιφάνειές της. Η μάχη της δεν μπορεί να κερδηθεί, είναι μια μάχη χαμένη. Νομίζω πως το γνωρίζει αυτό και η ίδια, το γνωρίζει εξ' αρχής, γι’ αυτό και πλένει τα φυτά της καθημερινώς και τα πατώματά της. Δεν μπορεί να διαχειριστεί την ήττα της, και κάποιος πρέπει να την βοηθήσει...

Το μικρό πρωινό μου στην καφετέρια δεν διαρκεί πολύ. Κάθομαι μόνο όσο χρειάζεται για να διαλυθούν οι σκιές της νύχτας, να γεμίσουν τα πνευμόνια μου οξυγόνο, και οι σκέψεις μου να πάρουν μπρος. Καθώς αισθάνομαι αναζωογονημένος και τις νοητικές μου διαδικασίες να αφυπνίζονται, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, ανυπομονώντας να επιστρέψω στο δωμάτιό μου, να κάτσω στο γραφείο και να πιάσω την δουλειά. Κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο τελευταία, καθώς ο νους μου βασανίζεται από την αγωνία της κυρίας Ντετόλ. Πρέπει να την έχω συμπαθήσει αυτή την τρελή γριά, και αισθάνομαι πως κάποιος πρέπει να κάνει κάτι για αυτήν. Πράγμα που δεν είναι τόσο εύκολο για μένα, μονολογώ μόλις ξαναφτάνω μπροστά στην καρφιτσωμένη ανακοίνωση, καθώς οι συγγραφείς, ως γνωστόν, δεν είναι και τόσο άνθρωποι της δράσης...

2.

Καθώς γέρνω πίσω στην πολυθρόνα μου, σκέφτομαι πως ο απολογισμός της ημέρας δεν με ικανοποιεί και τόσο. Μόλις δύο σελίδες, για δεκαπέντε πεταμένες. Η πρώτη παράγραφος μου πήρε όλο το πρωί, αφότου επέστρεψα από την μικρή μου βόλτα, και χρειάστηκα ένα απόγευμα για να τελειώσω την πρώτη σελίδα. Ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα αν δεν επέστρεφα κάθε τόσο πίσω, στα ήδη γραφόμενα, με μία εμμονή να τα ''χτενίσω'' άλλη μία φορά, να βελτιώσω αυτή και αυτή την φράση, να σβήσω εκείνο και να γράψω το άλλο. Ευτυχώς, η δεύτερη σελίδα βγήκε μονομιάς, χωρίς πολλές καθυστερήσεις. Άλλωστε, είχα ήδη κάνει αρκετές, την συνέχεια την είχα δουλέψει στο μυαλό μου, και, όπως λένε, αρκεί κανείς να αποκτήσει τον ρυθμό...

Το αποτέλεσμα, όμως, δεν με ικανοποιεί και τόσο. Πρόκειται για ένα μικρό διήγημα, η ιδέα του οποίου μου έχει σφηνωθεί εδώ και κάμποσες μέρες στο μυαλό, από τότε που συνάντησα εκείνο το σκυλί στον δρόμο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μικρο μυστήριο, καθώς ποτέ μου δεν είχα κατοικίδιο ούτε ιδιαίτερη συμπάθεια για τα σκυλιά. Όμως, μου καρφώθηκε αυτή η ιδέα και πρέπει να την γράψω για να προχωρήσω. Ο φλοξ είναι ένα μικρό ροντβάιλερ που προσπαθεί να αφυπνίσει του ανθρώπους στους οποίους ανήκει. Ζει μαζί με ένα νεαρό νιόπαντρο ζευγάρι, χωρίς παιδιά, και όλη την ημέρα γαβγίζει προς την μεριά του παραθύρου. Κανείς δεν ξέρει τί το έχει πιάσει. Οι προσπάθειες της γυναίκας να το καθησυχάσει αποτυγχάνουν, ο άντρας έχει αρχίσει να εκνευρίζεται, κάτι πρέπει να τρέχει εκεί έξω που το κάνει να συμπεριφέρεται έτσι... Αυτό, ως ένα βαθμό, είναι μέρος του προβλήματος: δεν γνωρίζω τί τρέχει εκεί έξω, αγνοώ την συνέχεια και το τέλος της ιστορίας, αλλά πρέπει να την γράψω.

Σηκώνομαι από την πολυθρόνα και προχωρώ προς την πλευρά του παραθύρου. Σκέφτομαι ότι αυτό που μάλλον δεν μ' αφήνει να συνεχίσω είναι ότι, κατά βάθος, αυτό που θέλω είναι να τηλεφωνήσω στην Κατερίνα. Ξέρω ότι είναι σπίτι αυτή την ώρα, ξέρω τί μπορεί να κάνει αυτή την στιγμή, εκτός και αν έχει αλλάξει κατά πολύ τις συνήθειές της, αλλά νομίζω - ελπίζω - πως δεν τις έχει αλλάξει... Δεν ήταν δικό μου λάθος, εκείνη σηκώθηκε και έφυγε. Ένας συγγραφέας δεν χρειάζεται να σκεφτεί, σκέφτεται συνεχώς. Δεν μπορεί να με απομακρύνει από το παιδί μου με αυτό τον τρόπο... Αλλά όχι, θέλω να της τηλεφωνήσω για να της πω πως είμαι ένας ηλίθιος, πως το φταίξιμο είναι όλο δικό μου, πως φυσικά και θέλω να τα ξαναβρούμε. Άραγε θα με ακούσει, και τί θα έχει να μου πει...

Κατευθύνομαι λοιπόν προς το τηλέφωνο, θεωρώντας ότι έχω οριοθετήσει επακριβώς το δίλημμά μου και αποφασισμένος να το υπερνικήσω, όταν ξαφνικά βρίσκω άλλη μία αφορμή για να σταματήσω. Οι μέρες περνούν και καμία λύση δεν έχει βρεθεί για την κυρία Ντετόλ. Νομίζω πως θα πρέπει να έχει γίνει περισσότερο μελαγχολική αυτές τις μέρες, όσο μπορεί να το πει κανείς αυτό για εκείνη. Είναι σίγουρα φρικτό να σε βγάζουν έξω από τον χώρο σου και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό. Δεν ξέρω πώς μέχρι σήμερα πλήρωνε τα νοίκια, αν ήταν εντάξει στους λογαριασμούς της, αλλά σίγουρα στον καινούριο διακανονισμό δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί.

Ένα πρωί, οι άνθρωποι της εταιρίας μάς πήραν τηλέφωνο, μας ενημέρωσαν πως έπρεπε να εγκαταλείψουμε τα παλιά μας διαμερίσματα, μας πρόσφεραν για ένα διάστημα κάποια διαφορετικά, δικά τους, αν το θέλαμε, και μας είπαν πως, σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες, θα είχαμε προτεραιότητα στην αγορά των καινούριων, αν το θέλαμε επίσης. Η όλη διαδικασία είναι ασύμφορη αλλά και εγώ δεν είχα τί άλλο να κάνω. Δέχτηκα να μετακομίσω σε κάποιο δικό τους διαμέρισμα καθώς είχα τα χρήματα για αυτό. Φαντάζομαι όμως εκείνη, να κρατά το ακουστικό στην άλλη άκρη της γραμμής, χωρίς να καταλαβαίνει αυτά που της λένε, χωρίς να μπορεί να απαντήσει. Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι και τί θέλουν ; Από πού με ξέρουν και τί ζητάνε από εμένα ;

Λοιπόν, θα μπορούσα να σηκώσω αυτή την στιγμή το ακουστικό και να την πάρω τηλέφωνο. Θα της έλεγα : «Αγαπητή μου, καταλαβαίνω την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι, σίγουρα η ζωή σου έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο, ακόμη και ο δικός μου λογαριασμός στην τράπεζα ίσα που επαρκεί για αυτή την μετακόμιση, φαντάζομαι λοιπόν πολύ καλά τις δικές σου δυσκολίες. Όμως, μην ανησυχείς, όπως τα καταφέρναμε τόσο καιρό, τόσα χρόνια, ο καθένας σε αυτό το σπίτι, με την δουλειά του, με τις υποθέσεις του, το ίδιο θα κάνουμε και τώρα. Μπορεί να μην επικοινωνήσαμε ποτέ στ' αλήθεια οι δυο μας, όμως πάντα υπάρχει μια ευκαιρία. Όποτε θέλεις, μπορείς να ζητήσεις την βοήθειά μου... »

Αλλά, τί ανόητος που είμαι ! Έχω ξεκινήσει για να πάρω τηλέφωνο την Κατερίνα, την γυναίκα μου, και τώρα σκέφτομαι πως μια χαρά θα ταίριαζαν αυτά τα λόγια και σε κείνη. Ή μήπως όχι ; Δεν θα ήταν αστείο, αντί για την μοναχική κυρία Ντετόλ, να τα έλεγα αυτά στην Κατερίνα ; Πώς θα το έπαιρνε άραγε ; Θα με χώριζε ολοκληρωτικά ή θα επέστρεφε πίσω ; Και η κυρία του από κάτω διαμερίσματος, θα μπορούσε να με καταλάβει ; Ίσως να νόμιζε εκείνη πως έχω κάνει κάποιο λάθος.
Δεν ξέρω σε ποιόν να τηλεφωνήσω επιτέλους, τί βοήθεια μπορώ να προσφέρω ή να ζητήσω, και έτσι απομακρύνομαι από το τηλέφωνο...

3.

Σήμερα αισθάνομαι καλύτερα. Χθες το βράδυ είχα μια καινούρια εξέλιξη όσον αφορά στην ιστορία, μια ιδέα που νομίζω πως ταιριάζει πολύ, τα δένει όλα μεταξύ τους και με ικανοποιεί απόλυτα. Το πρώτο ''πέρασμα'' ήταν επιτυχές και ανυπομονώ να την ξαναδουλέψω. Καθώς φοράω το παλτό μου, σκέφτομαι πως θα πρέπει να τελειώνω και με την άλλη ιδέα που με βασανίζει. Θα ρωτήσω σήμερα τον θυρωρό μας τί γίνεται με την κυρία Ντετόλ, την κυρία του από κάτω διαμερίσματος, αυτός όλο και κάτι θα έχει ακούσει...

Κατεβαίνω τις σκάλες και τον βρίσκω να μαζεύει κάτι γράμματα από κάτω. Τους ρίχνει μια διερευνητική ματιά και έπειτα σηκώνει το κεφάλι.

''Καλημέρα σας κύριε συγγραφέα, πώς είσαστε, καλά ;'' με χαιρετάει εγκάρδια, με το πονηρό χαμόγελό του.

''Μια χαρά, Παύλο. Να σε ρωτήσω... πώς πηγαίνουν οι μετακομίσεις, όλα εντάξει ;''

''Πρέπει να έχουν τακτοποιηθεί όλες. Η κατασκευαστική εταιρία βιάζεται βλέπεται. Ε, το έχουμε πάρει απόφαση πια...''

''Με την κυρία του τρίτου... τί γίνεται ;'' τον ρωτάω δήθεν αδιάφορα.

''Την κυρία Μίνα ; Έχει φύγει ήδη. Στην αρχή ήταν δύσκολα τα πράγματα αλλά νομίζω τους έπεισε. Την πήγαν σε ένα σπίτι κοινωνικής πρόνοιας και θα συμβάλλουν στα έξοδά της για ένα διάστημα. Τους τηλεφώνησε και τα βρήκαν...''

'Έμεινα έκπληκτος. ''Τους τηλεφώνησε και τα βρήκαν ;''

''Ακριβώς !''

© Δημήτρης Αργασταράς, Αθήνα 2011