Θάνατος – Η διαχείριση του αναπότρεπτου  
Πεποιθήσεις για την μετά θάνατο ζωή

 
Καθώς η Κρίση βαθαίνει, όλο και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τα όριά τους. Οι αξίες της ζωής, επικεντρωμένες στα υλικά αγαθά και τις επιφανειακές επιδιώξεις, ανατρέπονται, και αυτό μπορεί να έχει συνέπειες ακόμη και στον δείκτη θνησιμότητας ενός πληθυσμού. Τί συμβαίνει όμως με τον θάνατο ; Πού οδηγεί αυτή η ανεπίστρεπτη πορεία προς το τέλος σύμφωνα με τις παραδόσεις των θρησκειών και τις σκέψεις των φιλοσόφων ; Και πόση σημασία έχει τί πιστεύουμε γι’ αυτόν ;
 
Τα ερωτηματικά για το νόημα και την αξία της ζωής γίνονται σίγουρα πιο άμεσα και αγωνιώδη, όταν βλέπουμε ένα σώμα να αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο θάνατος είναι πραγματικά τρομερά σκληρός, καθώς ένας άνθρωπος αποσπάται από εμάς ξαφνικά και το μόνο που μένει πια είναι η παγερή ακινησία. Πολλές φορές μπορεί να έχουμε αισθανθεί ότι όσοι άξιζαν την μακροβιότητα θερίστηκαν στην ακμή της ζωής τους, ενώ άχρηστα υποκείμενα, που άξιζαν την τιμωρία, έζησαν μέχρι τα βαθειά τους γεράματα. Και νιώθουμε τότε την ανάγκη να αναρωτηθούμε για τον ‘‘μηχανισμό’’ του θανάτου. Άραγε υπάρχει κάπου ‘‘εκεί έξω’’ ένας καθοριστικός παράγοντας, μια αναγκαιότητα που προκαθορίζει τον κόσμο ;

Πολλοί φιλόσοφοι, επιστήμονες και συγγραφείς, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Γκαίτε και από τον Πυθαγόρα μέχρι τον Χιούμ, έχουν υποστηρίξει την μεταθανάτια ύπαρξη της ψυχής. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το διατύπωσε ως εξής : «Όταν δεν βλέπω τίποτε να εκμηδενίζεται στα έργα του Θεού και ούτε μια σταγόνα νερού να πηγαίνει χαμένη, δεν μπορώ να διανοηθώ ούτε την εκμηδένιση των ψυχών». Άλλοι πάλι υπήρξαν πιο κυνικοί και ματαιόδοξοι. Ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας που ασχολήθηκε με την φιλοσοφία, αποφάνθηκε τελικά : «Μην προβληματίζεστε, γιατί τα πάντα υπόκεινται στην Παγκόσμια Φύση και σύντομα θα είστε ένα τίποτα στο πουθενά, όπως ο Αδριανός και ο Αύγουστος». Ενώ ο αρχαίος Δημόκριτος διατύπωσε πρώτος αυτό που φαίνεται να αποδέχεται σήμερα σιωπηλά η επιστημονική, υλιστική μας σκέψη : «Η ψυχή αποτελείται από άτομα, είναι φθαρτή και χάνεται μαζί με το σώμα... Μερικοί άνθρωποι όμως, που αγνοούν ότι η θνητή φύση υπόκειται σε διάλυση, αλλά έχουν επίγνωση των κακών πράξεων που έκαναν στην ζωή τους, ταλαιπωρούνται μέσα σε αγωνίες και φόβους, πλάθοντας ψεύτικους μύθους για τον μεταθανάτιο χρόνο».

Είναι όμως κακό να έχουμε κάποιον μύθο που να μας κατευθύνει στο τέλος της ζωής, στην ολοκλήρωσή της ; Οι μύθοι και οι παραδόσεις που αναφέρονται στην μεταθανάτια συνέχιση της ζωής είναι απλώς αντισταθμιστικές φαντασιώσεις, έμφυτες στην θνητή μας φύση ; Όπως και ’χει, το γεγονός του θανάτου μάς θέτει ένα σημαντικό ερώτημα, ένα πανάρχαιο ερώτημα συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση, στο οποίο νιώθουμε την ανάγκη να απαντήσουμε, γιατί αυτό αποτελεί μια θεραπευτική δραστηριότητα ελπίδας και αποδοχής. Αντίθετα, το να μην στοχαζόμαστε πάνω στον θάνατο θα ήταν μια ζωτική απώλεια, που θα περιόριζε την σημασία της ατομικής μας μοίρας.
 

Οι πεποιθήσεις των αρχαίων

Σύμφωνα με το θρησκευτικό ρεύμα των Ορφικών, που εμφανίστηκε στο τέλος της Αρχαϊκής Εποχής (6ο αιώνας π.Χ.), η ψυχή πριν φυλακιστεί στο σώμα ζούσε μακάρια σε έναν άλλο κόσμο. Υποχρεώθηκε όμως να κλειστεί στο σώμα για να τιμωρηθεί για το έγκλημα των Τιτάνων, από τους οποίους προήλθε το ανθρώπινο γένος. Με τον θάνατο επέρχεται η λύτρωση από την κατάσταση αυτή και η ψυχή, εξαγνισμένη, επιστρέφει στον τόπο της μακαριότητας. Αν ο άνθρωπος δεν έχει ζήσει δίκαια την ζωή του, η ψυχή δεν θα έχει εκτίσει την ποινή της και θα πρέπει να ξανακλειστεί σε άλλο σώμα μέχρι τον πλήρη εξαγνισμό της.

Μαζί με τους νεκρούς των μυημένων στις κοινότητες των Ορφικών θάβονταν χρυσά ελάσματα, τα οποία περιείχαν σε ποιητική μορφή λεπτομέρειες για τον Κάτω Κόσμο. Εκεί αναφέρεται πως η ψυχή θα φτάσει στην πηγή της Μνημοσύνης όπου θα ζητήσει από τους φύλακες την άδεια να πιει με τα εξής λόγια : «Είμαι παιδί της γης, αλλά και του έναστρου ουρανού. Το γένος μου είναι ουράνιο. Αυτό το γνωρίζετε και εσείς. Φλέγομαι από την δίψα μου και χάνομαι. Δώστε μου γρήγορα να πιω κρύο νερό που αναβλύζει...».

Ακολουθώντας σε ένα βαθμό τις δοξασίες των ορφικών αλλά ασκώντας και ο ίδιος μεγάλη επιρροή στον αρχαίο κόσμο, ο Πυθαγόρας δεχόταν επίσης την ανεξάρτητη ύπαρξη της ψυχής. Σύμφωνα με τον Πυθαγόρα, η ανθρώπινη ψυχή είναι αθάνατη γιατί είναι μια απόρροια, ένα απόσπασμα, της αθάνατης θείας ουσίας από την οποία αποσπάστηκε. Και αυτός, όπως και οι ορφικοί, δεχόταν την μετενσάρκωση. Σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι η ψυχή να επιστρέψει και πάλι, μέσω μιας σειράς μετενσαρκώσεων, μέχρι να ταυτιστεί με την ‘‘ευκοσμία’’ και την ‘‘αρμονία’’ του θείου σύμπαντος από το οποίο είχε εκπέσει. Ο Πορφύριος, που έγραψε μια βιογραφία του Πυθαγόρα, αναφέρει : «Μερικά από αυτά που έλεγε ο Πυθαγόρας στους μαθητές του έγιναν πασίγνωστα. Πρώτον έλεγε ότι η ψυχή είναι αθάνατη, μετά ότι μεταμορφώνεται σε άλλα είδη ζωών, επίσης ότι όλα επαναλαμβάνονται περιοδικά και ότι τίποτε δεν είναι εντελώς καινούριο, και τέλος ότι όλα τα έμψυχα όντα συγγενεύουν».

Στον διάλογο ‘‘Φαίδων’’, ο Πλάτων παρουσιάζει τον Σωκράτη να φιλοσοφεί σχετικά με την τύχη της ψυχής κατά τον θάνατο λίγο πριν πιει το κώνειο. Ο Σωκράτης κατακρίνει τους μαθητές του, που είναι λυπημένοι και θρηνούν, γιατί «κανένας άνθρωπος δεν ξέρει τί είναι ο θάνατος. Μήτε αν είναι το πιο μεγάλο καλό για μας. Ωστόσο, όλοι τον φοβούνται σαν να ξέρουν με απόλυτη βεβαιότητα πως είναι το μεγαλύτερο κακό. Αλλά δεν είναι τάχα η πιο αισχρή αμάθεια το να νομίζουμε πως ξέρουμε εκείνο που ολότελα αγνοούμε ;». Ο ευσεβής Σωκράτης εμφανίζεται αισιόδοξος απέναντι στο τέλος της ζωής, φέρνοντας το φυσικό παράδειγμα του Κύκνειου άσματος : «Όταν αισθάνονται πως θα πεθάνουν, τραγουδούν τότε πιο πολύ και πιο ωραία από ποτέ, επειδή είναι χαρούμενοι που θα φύγουν κοντά στον θεό... Οι άνθρωποι, όμως, εξαιτίας του τρόμου που νιώθουν για τον θάνατο, λένε ότι θρηνούν για τον θάνατο και τραγουδούν για την θλίψη τους, χωρίς να αναλογίζονται ότι κανένα πτηνό δεν τραγουδάει όταν πεινάει ή τουρτουρίζει ή υποφέρει άλλη κακουχία... Φαντάζομαι, πουλιά του Απόλλωνα καθώς είναι, έχουν το χάρισμα της μαντικής και προβλέπουν τα αγαθά στον Άδη, και τραγουδούν και χαίρονται ξεχωριστά εκείνη την ημέρα».

Στην πραγματεία του ‘‘Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων’’, ο Πλούταρχος ρίχνει μια οραματική ματιά στο πώς μοιάζουν τα διάφορα είδη πνευμάτων καθώς ξεκινούν το μεταθανάτιο ταξίδι τους. «Μόλις η ψυχή διαφύγει του σώματος έχει το συναίσθημα ενός κυβερνήτου που πέφτει από το πλοίο του στην άβυσσο. Αυτό το συναίσθημα δοκιμάζει από την μεταβολή». Έπειτα, τα πνεύματα των νεκρών περιβάλλονται από έναν φωτεινό κύκλο, «μερικά έμοιαζαν με το πιο καθαρό φως της πανσελήνου, εκπέμποντας ένα απαλό, συνεχές, ομοιόμορφο χρώμα, ενώ άλλα έφεραν φολίδες και αραιούς μώλωπες, και άλλα πάλι, παρδαλά και αποκρουστικά στην όψη, ήταν διάστικτα με μαύρα σημάδια». Τέλος, μετά από ένα επώδυνο και συγκεχυμένο ταξίδι, ο Πλούταρχος γράφει : «Όμως επιτέλους, μας χαιρετά ένα λαμπρό, εκθαμβωτικό φως, όμορφα λιβάδια γεμάτα χορούς και τραγούδια, η μεγαλοπρέπεια των ιερών βασιλέων και των αγίων παρουσιών».

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ήδη από πολύ νωρίς και καθ’ όλη την διάρκεια των αρχαίων χρόνων υπήρχε έντονη η πίστη στην μεταθανάτια επιβίωση της ψυχής, καθώς και στο μοντέλο της μεταθανάτιας Κρίσης στα πρότυπα μιας ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Οι αρχαίοι θεωρούσαν επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας των ανθρώπων για την μεταθανάτια μακαριότητα.
 

Ο Γκουρτζίεφ και το άλας της αθανασίας

Πόσο εύκολο όμως είναι να επιτύχουμε έναν τέτοιο στόχο ; Σήμερα οι ρυθμοί της ζωής φαντάζουν αδυσώπητοι. Στην πραγματικότητα πεθαίνουμε με κάθε μας αναπνοή, κάθε μέρα που περνά χάνεται για πάντα, και εμείς είμαστε συνηθισμένοι σε αυτό τον ρυθμό. Καθώς τα πάντα ρέουν – οι σκέψεις μας, τα αισθήματά μας, οι αντιδράσεις – αν σταθούμε για λίγο και αναρωτηθούμε πού βρίσκεται ο πραγματικός μας εαυτός μέσα σε όλα αυτά, αναγκαστικά θα διαπιστώσουμε ότι το ‘‘εγώ’’ μας είναι μόνο ένα σύνολο όλων αυτών των στοιχείων, σε μια δεδομένης στιγμή, που διαρκώς αλλάζει. Έτσι, το ‘‘εγώ’’ μας είναι μία ψευδαίσθηση με την έννοια ότι είναι προσωρινό και δεν έχει ανεξάρτητη ουσία. Αλλά τότε τί είναι αυτό που θα επιβιώσει μετά τον θάνατο ;
 
Ένας από τους μεγάλος εσωτερικούς δασκάλους του 20ου αιώνα, ο Γεώργιος Γκουρτζίεφ, έλεγε πως ό,τι χρειάζεται κανείς πραγματικά για να γίνει κύριος του εαυτού του στην παρούσα ζωή είναι ακριβώς και αυτό που χρειάζεται για να επιζήσει ως ενσυνείδητο ον και στην επόμενη. Για να το εξηγήσει αυτό έφερνε ορισμένα παραδείγματα : «Γνωρίζετε ότι στην χολή δημιουργούνται πέτρες ως αποτέλεσμα της κρυστάλλωσης ενός κορεσμένου υγρού. Ψυχικές ουσίες υπακούν στον ίδιο νόμο και, έχοντας φτάσει στον κορεσμό κρυσταλλώνονται, όπως κάνει το αλάτι όταν η συγκέντρωσή του είναι πάνω από ένα ορισμένο επίπεδο».

Για να κατανοήσουμε πως μπορεί να κατακτηθεί η αθανασία, σύμφωνα με τον Γκουρτζίεφ, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα μετατροπής ενεργειών από τραχιές σε πολύ λεπτές. Μέσω μιας συγκεκριμένης εργασίας, που συσσωρεύει αυτές τις ενέργειες, μπορούμε να τις φτάσουμε σε κορεσμό και τελικά στην κρυστάλλωση. Όπως έλεγε : «Αν υπήρχε η δυνατότητα να αφαιρέσουμε τον κρύσταλλο του αλατιού από το ρεύμα του ποταμού και να τον βάλουμε κάπου όπου το νερό δεν θα μπορούσε να τον διαλύσει, αυτός θα μπορούσε να είναι αθάνατος. Η ροή της ζωής παίρνει αδιάκοπα από πάνω μας όλες τις ενέργειες που δημιουργούνται. Όμως, αν ένας άνθρωπος μπορούσε να αποσύρει τον εαυτό του από τις επιρροές της ζωής που τον καταβροχθίζουν, η ουσία που συνειδητά θα δημιουργούσε με την εργασία του θα κρυσταλλωνόταν και θα παρέμενε σε υψηλότερα επίπεδα». Έτσι, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια απελευθερωμένη πνευματική ουσία, εκείνη της πραγματικής συνείδησης, που δεν θα συνέχιζε να διαλύεται μέσω της συνηθισμένης λειτουργίας του ζωντανού οργανισμού, αλλά θα ήταν μια ανεξάρτητη οντότητα με μοναδικές ιδιότητες μέσα στον δικό της κόσμο.

Κατά βάθος, αυτός είναι ο σκοπός όλων των πνευματικών παραδόσεων, πώς να υπερβούμε την απατηλή αίσθηση του ‘‘εγώ’’ και να αποκτήσουμε πραγματική συνείδηση. Αυτή η συνείδηση μπορεί να γίνει ο πιο λεπτοφυής και συνάμα ο πιο δυνατός παράγοντας της ύπαρξής μας, ο οποίος να παραμένει ανεξάρτητος από όλες της άλλες εκφάνσεις της, και αν εκλεπτυνθεί και δυναμώσει αρκετά, τότε μπορεί να παρίσταται στο ταξίδι μας προς το τέλος αυτής της ζωής.
 

Ο Γιούνγκ και το μεταθανάτιο ταξίδι

Στις αρχές του 1944, σε ηλικία 69 ετών, ο διάσημος ψυχίατρος Καρλ Γιούνγκ παθαίνει μια καρδιακή προσβολή και οδηγείται στο νοσοκομείο. Εκεί παραμένει σε κώμα και συντηρείται στην ζωή με παροχή οξυγόνου και ενέσεις καμφοράς. Το πιο ενδιαφέρον σε αυτή του την εμπειρία ήταν τα επιθανάτια οράματα που είχε, όπου αισθανόταν να εγκαταλείπει το σώμα του και να παρατηρεί την γη από ψηλά.

Όπως έγραψε αργότερα ο ίδιος : «Είχα την εντύπωση ότι βρισκόμουν ψηλά στον χώρο. Κάτω μακριά, είδα την σφαίρα της γης λουσμένη σε ένα υπέροχο γαλάζιο φως... Είχα την αίσθηση ότι τα πάντα έφυγαν από πάνω μου. Όλοι μου οι στόχοι, όσα είχα επιθυμήσει ή σκεφτεί, ολόκληρη η φαντασμαγορία της γήινης ύπαρξης, διαλύθηκε ή έπεσε από πάνω μου. Τώρα κουβαλούσα μόνο όσα είχα ζήσει ή κάνει, όλα όσα είχαν συμβεί γύρω μου. Όλα αυτά ήταν ο εαυτός μου, με συνιστούσε η δική μου ιστορία... Κάτι άλλο απασχόλησε την προσοχή μου. Είχα την βεβαιότητα ότι θα έμπαινα σε ένα φωτισμένο δωμάτιο και ότι θα συναντούσα τα άτομα στην οικογένεια των οποίων πραγματικά ανήκω. Εκεί θα καταλάβαινα τελικά...»

Μετά από αυτά, η επιστροφή στην ζωή ήταν μια οδυνηρή εμπειρία για τον Γιούνγκ. Ήταν μια βίαιη κάθοδος, μια βαθύτατη απογοήτευση, γιατί όλη η προηγούμενη ομορφιά είχε χαθεί. Τώρα έπρεπε να ξαναγυρίσει στο «σύστημα του κουτιού», σε μια τρισδιάστατη φυλακή μέσα στην οποία ο καθένας ζούσε περιορισμένος, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν κάτι σπουδαίο, ότι όλα ήταν εντάξει. «Πέρασαν τρεις ολόκληρες εβδομάδες πριν το πάρω πραγματικά απόφαση να συνεχίσω να ζω. Όλα ήταν τόσο υλικά, τόσο χοντροκομμένα και αδέξια. Όλα ήταν μια φυλακή. Αν και ξαναγύρισε η πίστη μου στον κόσμο, ποτέ από τότε δεν ελευθερώθηκα απόλυτα από την εντύπωση ενός κουτιού ειδικά φτιαγμένου για την ζωή».

Σίγουρα είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι πραγματικά θα ξαναγεννηθούμε. Ωστόσο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η αναγέννηση αναφέρεται σε όλες τις θρησκείες. Ίσως θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιήσουμε την λέξη συνέχεια, διότι η συνείδησή μας δεν εξαφανίζεται αλλά συνεχίζει, όπως ακριβώς και όταν κοιμόμαστε η συνείδησή μας συνεχίζει να είναι δραστήρια μέσα στα όνειρά μας.

Μέσα από τις διαθέσιμες εμπειρίες, φαίνεται ότι η ιδέα του θανάτου έρχεται να καταστρέψει την περιορισμένη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και να μας ελευθερώσει από τους φυσικούς περιορισμούς. Πεθαίνοντας, οι μάσκες φεύγουν σαν φλούδες ενός κρεμμυδιού, και μένουμε μόνοι με εκείνο τον απεριόριστο άγνωστο εαυτό μας. Αν τον έχουμε γνωρίσει πριν πεθάνουμε, τότε πέρα από τις πύλες του θανάτου θα πορευτούμε μαζί με έναν φίλο, προς την ειρήνη και την ολοκλήρωση. Όπως είπε ο Γιούνγκ, σε βαθύ γήρας, λίγο πριν το πραγματικό του τέλος : «Τώρα ξέρω πια την αλήθεια. Μου λείπει μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι της. Όταν το μάθω και αυτό, θα πεθάνω».
 
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ''Φαινόμενα'', τεύχος 96, ένθετο του Ελεύθερου Τύπου)

      Βιβλιογραφία :
1. Κωνσταντίνος Βάμβακας, ‘‘Οι θεμελιωτές της δυτικής σκέψης’’, εκδόσεις Πανεπιστημίου Κρήτης.
2. Anthony Gottlieb, ‘‘Το όνειρο της Λογικής’’, εκδόσεις Ενάλιος.
3. Συλλογικό, ‘‘Οι δρόμοι της γνώσης’’, εκδόσεις Αρχέτυπο.
4. Tcheslaw Tchekhovitch, ‘‘Γκουρτζίεφ, ένας δάσκαλος της ζωής’’, εκδόσεις Αρχέτυπο.
5. Καρλ Γιούνγκ, ‘‘Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα’’, εκδόσεις Σπαγειρία.