POST #11

«Μερικές φορές χρειάζεται να σταματάμε το κυνήγι της ευτυχίας, κι απλά να είμαστε ευτυχισμένοι»
Ανώνυμος

Βαδίζω μαζί με τον Σπύρο στο χωμάτινο μονοπάτι του προφήτη Ηλία. «Έτσι θα τον ονομάσουμε», με πληροφορεί, «τον σύλλογο που θα ιδρύσουμε τον Σεπτέμβρη. ‘‘Μονοπάτι του προφήτη Ηλία’’, μιας και υπάρχει το εκκλησάκι στην κορυφή του λόφου. Γιατί, βλέπεις, αν περιμένουμε από τον Δήμο σωθήκαμε». Σωπαίνει για λίγο, το μονοπάτι δεν είναι στενό και βαδίζουμε δίπλα-δίπλα, ο ήλιος δεν είναι τόσο ζεστός τώρα, βρίσκεται στην δύση του, κι ένα απαλό αεράκι φυσάει. «Βλέπεις το κιόσκι», συνεχίζει ο Σπύρος έπειτα από λίγο, «εμείς το φτιάξαμε, τα παγκάκια εκεί εγώ τα έβαλα… πρέπει να οργανωθούμε… να οργανωθούμε…».

Για λίγο επιλέγω να μην ακούω τα λόγια του. Επιλέγω να κοιτάξω κάτω, την πλαγιά, τις πρώτες κατοικίες, κι έπειτα όλα τα υπόλοιπα σπίτια, πραγματική μυρμηγκοφωλιά που απλώνεται μέχρι πέρα, ολόκληρη την πόλη. Οι κεραμιδοσκεπές, οι δρόμοι, το παλαιό αεροδρόμιο που αχνοφαίνεται, η θάλασσα, απέραντη και γαληνεμένη τώρα, ο ουρανός…

Μία εποπτική θέα του κόσμου μας, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται. Έτσι όπως πραγματικά είναι και όχι έτσι όπως νομίζουμε ότι είναι, όταν είμαστε κλεισμένοι στα λίγα τετραγωνικά μέτρα που αναλογούν στον καθένα μας. Πελώριος κι όμορφος, αλλού αρμονικός, αλλού χαώδης. Μπροστά σε αυτήν την εικόνα μένει κανείς δικαιολογημένα εκστατικός, καθώς μέχρι πριν από λίγο ήταν κλεισμένος στο δικό του καβούκι, στα δικά του προβλήματα, στις δικές του έγνοιες, στις δικές του προσωπικές απολαύσεις, και ξαφνικά το τοπίο ξανοίγεται μπροστά του και το μικρό μέρος καλείται να εγκολπωθεί το όλον. Είναι η στιγμή που βρίσκεσαι μπροστά στην αλήθεια της απεραντοσύνης του κόσμου. Θ’ αντέξεις ; Θα μπορέσεις ν’ αγκαλιάσεις όλη αυτή την απλωσιά και την ίδια στιγμή να συγκρατήσεις τα φρένα σου ;

Αυτό είναι λοιπόν το μυστικό αυτών των ανθρώπων, συλλογίζομαι καθώς ακολουθώ τον Σπύρο προς το κιόσκι. ‘‘Των ανθρώπων του Βουνού’’. Αυτά βλέπουν κι αυτά αισθάνονται αυτοί οι τρελοί, που κάθε απόγευμα, μόλις γλυκάνει λίγο ο ήλιος, πιάνουν το περπάτημα κι οργώνουν πέρα-δώθε το μονοπάτι, σκαρφαλώνουν στα βάτα, αγκομαχούν στις ερημιές. Είναι εθισμένοι με το βουνό, δεν μπορούν να περάσει μέρα και να μην βγουν σε αυτό, έχουν συνηθίσει πλέον στην απλωσιά και την δροσιά του και ψυχοπλακώνονται μέσα στα σπίτια τους. Κι ο Σπύρος, ένας κι αυτός από τους ανθρώπους του βουνού, παλεύει να τους οργανώσει, να τους πείσει πως πρέπει να γίνουν σύλλογος, να προβούν μαζί στην αναμόρφωσή του…

«Α, η κυρία Κούλα, φυσιοθεραπεύτρια από τις καλές, δουλεύει στην Βούλα, στο νοσοκομείο». Ο Σπύρος κάνει τις απαραίτητες συστάσεις, τα φουσκώνει λίγο όταν αναφέρεται σε μένα. Μετά τα ονομάτα και τις ιδιότητες, βλέπω πως υπάρχει μία ακόμη αξιόλογη παρουσία που πρέπει να γνωρίσω, κι έτσι η κυρία Κούλα με συστήνει στο σκυλάκι της, την Λούσυ. «Κάτσε να σου δείξω πόσα σκυλιά χαρίζονται», λέει κι ανοίγει το περιοδικό που έχει φέρει μαζί της. «Ορίστε, όλα αυτά τα σκυλάκια χαρίζονται, πενήντα φωτογραφίες !»

Ο κύριος Βασίλης, ένα λεπτό γεροντάκι με κάτασπρα μαλλιά, καταφθάνει τρέχοντας. Κάνει τζόκινγκ, μας λέει. Τρέχει από τότε που ήταν εφτά χρονών, ενώ δεν οδήγησε ποτέ του αυτοκίνητο. «Πήγα στην χώρα του αυτοκινήτου αλλά εγώ δεν έχω όχημα». Ο κύριος Βασίλης ζούσε παλαιότερα στην Αμερική και είχε σχέσεις με μια όμορφη Αμερικάνα. «Α, τότε να έβλεπες… τώρα πια…»

Λοιπόν, η σχέση με τους ανθρώπους προσφέρει μια ευχάριστη ικανοποίηση. Και κυρίως αυτές οι σχέσεις, με ανθρώπους που μόλις έχεις γνωρίσει, σε έναν χώρο ανοιχτό, που θυμίζει γιορτή χωρίς να είναι. «Όταν το άτομο λειτουργεί με την φυσική του στάση, παρουσιάζει κάποιο επίπεδο συλλογικής προσαρμογής», διαβάζω έπειτα από ώρες σε ένα βιβλίο – καλά το θυμόμουν ! – όταν ο δικός μου φυσικός άνθρωπος έχει ξαναπεράσει από την ανάδυση στην κατάδυσή του. Το δωμάτιό μου, όσο κι αν είναι ανοιχτό το παράθυρο, δεν έχει την δροσιά του βουνού, κάπου από δίπλα ακούγεται ο ήχος της τηλεόρασης…

Λίγες ώρες πριν, πίσω στον λόφο και στο χωμάτινο μονοπάτι, η συζήτηση είχε φουντώσει. Εκτός από την κυρία Κούλα και τον δρομέα μεγάλων αποστάσεων Βασίλη, κι άλλοι έχουν προστεθεί στην συντροφιά. Η κυρία Κούλα, που είναι από την Κρήτη και δεν επιτρέπει σε κανέναν να θίξει το νησί της, επιστρέφει στο αγαπημένο της θέμα, το κατοικίδιό της. Τα έχει βάλει με την γειτόνισσά της. «Της κρατήσαμε το σκυλί της όσο έλειπε», λέει, «κι ύστερα που γύρισε μάς ρωτάει ‘‘το ταΐζατε ;’’. Μα είναι δυνατόν να είχαμε τόσες μέρες το σκυλί και να μην το ταΐζαμε, αλλά τί να της πεις !» Περνούν διάφοροι ακόμα περιπατητές και μας χαιρετούν. «Ο κύριος που ανεβαίνει τώρα, ο ασπρομάλλης, είναι διευθυντής στο ΙΚΑ, σε υψηλόβαθμη θέση, τον έχω δει…», με σκουντάει ο Σπύρος.

Όταν έχει βραδιάσει για τα καλά, καταφθάνει και η νεολαία με ένα ραδιόφωνο 5-6 μαθητές λυκείου, ανάμεσά τους δύο κοπέλες, ο Σπύρος με σκουντάει πάλι. Η κυρία Κούλα έχει αποχωρεί μετά της Λούσυ της, αλλά ο κύριος Βασίλης δεν δυσκολεύεται να πιάσει κουβέντα με τους νεολαίους, τους λέει για τότε που ήταν στην Αμερική και τα αγόρια σκύβουν προς το μέρος του.

Μέσα στα σκοτάδια, ο Σπύρος προσπαθεί να διακρίνει : «ο Παναγιώτης είναι αυτός ;». Ένας παχουλός νέος, ιδιαίτερα ευτραφής, πλησιάζει. Έχει ένα τσαντάκι περασμένο στον ώμο του, πρώτα φαίνεται το τεράστιο μπλε πουκάμισό του, κι έπειτα διακρίνεται ο ίδιος. Ο Παναγιώτης ανταποκρίνεται στον χαιρετισμό και μας προσπερνά. Πηγαίνει και κάθεται μόνος σε ένα βραχάκι λίγο πιο κάτω, ανάβει τσιγάρο κι αγναντεύει τα φώτα της πόλης. Τα κορίτσια στην παρέα έχουν αρχίσει να τραγουδούν. Είναι ακόμη νωρίς, λέει ο Σπύρος. Είναι ακόμη νωρίς, αργότερα θα κατέβει στην Γλυφάδα για ένα ποτό… Ο δροσερός άνεμος ξεσηκώνει το βουνό, η βαριά κάψα της ημέρας αποτελεί μακρινό παρελθόν μπροστά στις δροσερές αύρες της νύχτας. Παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού.

Καθώς κατεβαίνουμε το μονοπάτι, ο Σπύρος μου λέει πως είδε το απόγευμα έναν Αλβανό με ένα στρώμα στην πλάτη ν’ ανεβαίνει το βουνό. «Θα πήγαινε να κοιμηθεί στο εκκλησάκι», λέει, «κοιμούνται εκεί και την ημέρα κατεβαίνουν για δουλειά». Γελάμε. Κατηφορίζοντας προς τον δρόμο και τα σπίτια μας, φαντάζομαι τον Αλβανό, με το στρώμα φορτωμένο στον ώμο του, να ανεβαίνει πουρνάρι-πουρνάρι μέσα στην ζέστη. Τον φαντάζομαι τώρα ξαπλωμένο στο εκκλησάκι, να δροσίζεται από τον άνεμο που φέρνει η θάλασσα.

«Μόνο να μην βάλει καμιά φωτιά εκεί πάνω», μου φωνάζει ο Σπύρος και με αποχαιρετά…